Στην ελληνική μυθολογία αναφέρεται ότι θεοί και θεές
ενώθηκαν με νέους και νέες των ανθρώπων και τα παιδιά που γεννήθηκαν έγιναν οι
αρχηγοί της κάθε ομάδας των Ελλήνων. Η κάθε αυτή ομάδα έπαιρνε και το όνομα του
κάθε αρχηγού. Έτσι δημιουργήθηκαν οι Ελληνικές φατρίες που με τα χρόνια
αποτέλεσαν τα λεγόμενα ελληνικά φύλα.
Έκτοτε οι Έλληνες εξαπλώθηκαν σε όλη την Ελλάδα, η οποία, εκτός της σχετικά πρόσφατης ιστορίας της των 1500 ετών, εκτεινόταν σε όλη την έκταση της νότιας Χερσονήσου του Αίμου κάτω του Δούναβη. Κι επειδή μάλλον με τα οικονομικά δεν τα πήγαιναν καλά οι Έλληνες από εκείνες τις εποχές ακόμη, και ίσως και λόγω υπερπλυθησμού, έστελναν εξέχοντα μέλη της κάθε περιοχής και φατρίας μαζί με έμπορους, τεχνίτες και στρατιώτες σε άλλλα εδάφη για να χτίσουν αποικίες και να τροφοδοτούν μέσω αυτών με χρήμα και αγαθά την κοιτίδα των Ελλήνων. Έτσι οι Έλληνες επεκτάθηκαν σε όλη τη Μεσόγειο και ίσως όχι μόνο σε αυτήν.
Τίποτα κακό έως εδώ, θα μπορούσε να πει κανείς. Το κακό
όμως ήταν, όπως και είναι, ότι όχι μόνο οι Έλληνες είχαν πλήρη εξάρτηση από τις
φατρίες στις οποίες ανήκαν, άλλα ότι αυτό δεν άλλαξε στην πάροδο των χιλιετιών
ή τουλάχιστον δεν λειτούργησε μα θετικά αποτελέσματα. Η «οικογένεια» ήταν – όπως
και είναι - πάνω από όλα και με τον όρο οικογένεια εννοούνταν και εννοείται η
φατρία. Γι’ αυτό τότε, όπως και τώρα ήταν πάντα έτοιμοι να παίξουν σφαλιάρες με
τη γειτονική ή τις γειτονικές φατρίες για υπαρκτούς ίσως λόγους κι όταν αυτοί
δεν υπήρχαν, εφεύρησκαν μερικούς για να κάνουν εκπαίδευση για όταν θα
εμφανιζόταν οι πρώτοι. Ακόμη κι όταν μια περιοχή ένωνε τις φατρίες της για να
δημιουργήσει πολιτεία, όπως για παράδειγμα των Αθηνών, η δυναμική της φατρίας
παρέμενε αναλλοίωτη και με τους εκπροσώπους της έπαιρνε μέρος στα κοινά. Με τον
ίδιο τρόπο διαμορφώθηκαν και οι αποικίες. Ο ισχυρός φατριακός χαρακτήρας των
κοινωνιών των Ελλήνων βοήθησε πάρα πολύ στην διατήρηση της φυλετικής τους καθαρότητας
(γνωρίζω ότι σοκάρονται κάποιοι) σε περιόδους επιδρομών και κατοχής (επιδρομές
Σλάβων και Τουρκοκρατία) πολύ περισσότερο από ότι έχει επικρατήσει να πιστεύουμε
σήμερα. Όμως η ξεροκεφαλιά αυτή έχει και αρνητικά αποτελέσματα.
Οι Έλληνες λόγω της φατριακής τους κοινωνικής δομής είναι
εθισμένοι στο να χωρίζονται σε παρατάξεις, κόμματα, ποδοσφαιρικές ομάδες,
τοπικούς συλλόγους, να δημιουργούν πηγαδάκια και να συνομωτούν εναντίον όλων,
ακόμη κι όταν όλοι θέλουν ακριβώς τα ίδια πράγματα. Και βέβαια θέλουν όλοι να
είναι αρχηγοί, οπλαρχηγοί, πρόεδροι, αξιωματικοί και προϊστάμενοι. Κανένας δεν θέλει
να είναι ένας απλός στρατιώτης. Όλοι καπεταναίοι. Ακόμη και στον μύθο, στον
Όλυμπο όλοι ήθελαν να είναι αρχηγοί και συνομωτούσαν όλοι εναντίον όλων. Ο Κρόνος
την έφερε στον Ούρανό και Δίας στον Κρόνο. Είναι εκείνοι καθ’ εικόνα και
ομοίωσή μας ή μήπως εμείς καθ’ εικόνα και ομοίωσή των;
Οι εχθροί μας έχουν περάσει χιλιετηρήδες μελετώντας μας και
γνωρίζουν την φύση μας καλύτερα κι από εμάς. Μας αρέσει να βρισκόμαστε στο
επίκεντρο της προσοχής και γινόμαστε εύκολα θύματα των επαίνων και του ψεύτικου
θαυμασμού τους. Είναι ένας κατά πολύ ανώτερος άνθρωπος αυτός που δεν έχει
ανάγκη από τον έπαινο και τον θαυμασμό για να πράξει αυτό που πρέπει και να μην
περιμένει τίποτα γι’ αυτό. Εκεί στηρίχθηκαν για να μας χωρίσουν. Κόμματα, ιδεολογίες,
δόγματα, σύλλογοι, ΜΚΟ, καρέκλες, τίτλους και έδρανα μας μοίρασαν αφειδώς. Κι εμείς
τσιμπήσαμε. Έρμαιοι της φύσης μας. Από τον Μύθο έως την επόχή των κινητών
τηλεφώνων δεν αλλάξαμε καθόλου. Δεν εξελιχθήκαμε στο ελάχιστο, ακόμη κι αν «τιμωρούμαστε»
για την αλαζονία μας και την παντελή έλλειψη σταθερού εθνικού σχεδίου δράσης ανηλεώς
σχεδόν χίλια χρόνια τώρα.
Φυσικά δεν πολεμούν μόνο με αυτό τον τρόπο την έξω από
εδώ ένωση των Ελλήνων. Οι διεθνιστές ανά γης πολεμούν γι’ αυτόν ακριβώς τον
λόγο ανηλεώς την οικογένεια και την οποία έχουν πλήξει σε μεγάλο βαθμό. Όμως, η
έννοια της οικογένειας-φατρίας είναι ακόμη μέσα στο αίμα των Ελλήνων. Τίποτα
δεν είναι πιο σημαντικό για τον Έλληνα από το να είναι σημαντικός μέσα στην
μικρή του κοινωνία, να τον γνωρίζουν με το μικρό του όνομα και να μην αποτελεί
ένα ασήμαντο νούμερο στα στατιστικά τευτέρια της διεθνικιστικής κατασκευής του «κιμά».
Στις πόλεις που ζούμε οι περισσότεροι από εμάς πλέον, οι τοπικές κοινωνίες ή το
σύνολο μέσα στο οποίο επιλέγουμε να ενταχθούμε λειτουργούν επίσης ως φατρίες. Σήμερα, οι ισχυρότερες φατρίες που λειτουργούν βάσει όλων των φατριακών παραδόσεων και δομών όπως αυτές θεμελιώθηκαν και καθιερώθηκαν μέσα από το πέρασμά τους στην ιστορία, είναι αυτές των αναρχοαυτόνομων ομάδων.
Ως αντίδραση στα τελευταία είκοσι χρόνια αλλοτρίωσης και
εξατομίσκευσης, θα εντάσσονται όλο και περισσότεροι Έλληνες σε σύνολα που θα
καλύπτουν την ανάγκη τους να αποτελούν μέλη μιας «οικογένειας-φατρίας». Βλέπουν
πλέον καθαρά ότι οι ξένοι που έχουν έρθει στη χώρα τους, αντίθετα με τα όσα
κυρήσσουν οι προπαγανδιστές της ‘αριστεράς και της προόδου’ (την είδαμε την
αριστερη-σοσιαληστρική πρόοδο). Ουδεμία σχέση έχουν μαζί τους, με τον τρόπο
σκέψης και ζωής τους και με τα σύστημα αξιών τους. Αυτό ισχύει και για ξένους
που ανήκουν στη λευκή φυλή. Έτσι επιβεβαιώνονται οι υποψίες που είχαν πάντα,
ότι ως Έλληνες είναι ιδιαίτερο είδος και ως τέτοιο δεν μπορούν να συμβιώσει
εύκολα με «άλλους» παρά μόνο όταν δεν τον ενοχλού και όταν δεν αλλάζει ο τρόπος
ζωής τους, ο άρρηκτα δεμένος με τη φατρία.
Στις εποχές όμως που έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια
παγκοσμιοποίηση με φύση οδοστρωτήρα, ο τοπικισμός-φατριασμός μπορεί να γίνει για
άλλη μια φορά ο Δούρειος Ίππος μας. Γιατί αυτή η ανάγκη και τάση που δεν μπορεί
να καταπολεμηθεί, αφού είναι ενσωματωμένη στα γονίδια μας λειτουργεί
καταστρεπτικά. Όταν σκεφτόμαστε και δρούμε με γνώμονα μόνο το χωριό ή την μικρή
πόλη στην οποία ζούμε είμαστε καταδικασμένοι να αποτύχουμε. Εάν η διπλανή
πολιτεία καταρεύσει, αναπόφευκτα θα επέλθει και το τέλος της δικής μας. Τόσα
χρόνια στην επαρχία και ακόμη και στα προάστια κανείς δεν έδινε σημασία για τις
συνθήκες τρόμου μέσα στις οποίες ζούσαν οι κάτοικοι του κέντρου των Αθηνών.
Χλεύαζαν και αστειεύονταν με τις συνθήκες αυτές και τα ανέκδοτά τους έκαναν
τους πολύπαθους Αθηναίους να σφίγγουν τα δόντια και να μην μιλούν για να μην
χαρακτηριστούν φασίστες. Και να περιμένουν. Δικαιώθηκαν. Τώρα που τα κέντρα
συγκέντρωσης (ντροπή να τα πούμε στρατόπευδα συγκέντρωσης μη στενοχωρηθούν οι
κυρίες των Β.Π) έφτασαν στην εξώπορτα του χωριού ή του προαστίου τους, οι
κάτοικοί τους δεν γελούν καθόλου και τα ανέκδοτά τους τα ξέχασαν το ίδιο
απόγευμα που άκουσαν στις ειδήσεις για το στήσιμο των φαβέλων, των
προκατασκευασμένων παραγκουπόλεων και των συρματοπλεγμάτων δίπλα στον φράχτη
τους.
Ο φατριασμός-τοπικισμός των Ελλήνων έχει να επειδείξει
τραγελαφικά κατορθώματα κατά την διάρκεια της ιστορίας μας. Ένας από τους
κύριους λόγους που κατά τα πρώτα χρόνια της επανάστασης απελευθερώθηκαν τόσο
λίγα εδάφη, ήταν η αποστροφή των Πελοπονήσσιων καπεταναίων στη σκέψη ότι έπρεπε
να περάσουν τα σύνορα του Μορηά. Ο Καραϊσκάκης πήγαινε όπου υπήρχε μάχη. Ίσως
λόγω της σκιώδους καταγωγής του δεν είχε νιώσει ποτέ ότι ανήκε σε μια τοπική
κοινωνία ολοκληρωτικά και αυτό ωφέλησε το γένος. Όχι μόνο στη συγκεκριμένη
περίοδο που ο Καραϊσκάκης και άλλοι οπλαρχηγοί έζησαν και πολέμησαν, αλλά μέχρι
σήμερα. Οι δικές τους επιλογές έπηρεάζουν το δικό μας παρόν.
Οι αποφάσεις και οι πράξεις όλων μας έχουν πολύ
μεγαλύτερη επίδραση στη ροή της ιστορίας απ΄ ότι μπορούμε να καταλάβουμε
σκεπτόμενοι μικρονοϊκά. Μερικών ανθρώπων το εκτόπισμα είναι βεβαίως μεγαλύτερο,
αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει όλοι να σκεφτόμαστε τη μεγαλύτερη εικόνα από
αυτό που βλέπουμε σήμερα δίπλα μας. Γιατί ο Καραϊσκάκης δεν πολέμησε μόνος του
και εκείνοι που τον ακολουθούσαν θα μπορούσαν κάλλιστα να γυρίσουν πίσω στα
σπίτια τους και στο τζάκι τους. Των περισσοτέρων δε τα σπίτια απελευθερώθηκαν
50 χρόνια αργότερα.
Στις ημέρες μας, που λίγο πολύ όλοι έχουμε μια έστω μικρή
μόρφωση, η οποία δεν ήταν δεδομένη για τους περισσότερους Έλληνες πριν από 200 χρόνια,
δεν επιτρέπεται να λέει ένας νέος άνθρωπος ότι «Έγώ δεν δίνω δεκάρα για το τι
συμβαίνει στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονική, εγώ μόνο για την περιοχή μου θα πολεμήσω».
Με την ίδια λογική οι Πόντιοι το 1940 δεν έπρεπε να πάνε να πολεμήσουν τους
Ιταλούς και τους Γερμανούς στο μέτωπο της Βορείου Ηπείρου και της Μακεδονίας,
γιατί δεν πολεμούσαν για τον Πόντο.
Ο εχθρός χρησιμοποιεί τον τοπικισμό των Ελλήνων εναντίον μας
και με έναν άλλο τρόπο. Χρησιμοποιεί τοπικές ονομασίες για να δημιουργήσει
μειονότητες εκεί που δεν υπάρχουν. Σου λέει ότι οι Σπαρτιάτες δεν είναι Έλληνες
γιατί τους λένε Σπαρτιάτες. Και ούτω καθεξής. Τα χαύτουν και τα παίρνουν οι ελαφρόμυαλοι
αριστεροί και σηκώνουν την παντιέρα των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Τα
τελευταία είκοσι χρόνια γεμίσαμε μειονότητες. Πριν ήταν όλοι περήφανοι Έλληνες.
Τώρα έγιναν καταπιεσμένες μειονότητες.
Αυτές οι αστειότητες μαζί με τα υπερτροφικά «εγώ» που
θρέφουν μικρονοϊκές μαμάδες μαζί με τα γεμιστά σε μικρά παιδιά που δεν φταίνε
σε τίποτα, μας έφτασαν για άλλη μια φορά στον πάτο, όπου όποιος έχει ελληνική
συνείδηση και θεώρηση των πραγμάτων να θεωρείται από ανίδεους «φασίστες», χωρίς
να γνωρίζουν τι σημαίνει η λέξη, όποιος δεν έχει σύστημα αξιών και ήθους να
θεωρείται φυσιολογικός και όποιος ψεύδεται και χρηματίζεται να λέγεται
πολιτικός. Όλα αυτά δε, να μη προσβάλουν κανενός τον συναισθηματικό κόσμο και
το ήθος αρκετά για να αντιδράσει, πόσο μάλλον να εξεγερθεί.
Όμως ποιοι θα εξεγελθούν; Όλοι οι Έλληνες είναι
ευαισθητοποιημένοι όσον αφορά στις αλύτρωτες πατρίδες μας, οι οποίες είναι
πολλές. Βόρειος Ήπειρος, Κύπρος, Πόντος, Ανατολική Θράκη για να μην αναφέρω κι
άλλες και πάθουν κάποιοι εγκεφαλικά, είναι εδάφη μας και θέλουμε να τα
ξαναδούμε όλοι ελληνικά, όμως προτεραιότητά μας είναι η απελευθέρωση της ίδιας
της Ελλάδας που τελεί υπό κατοχή. Δυστυχώς, εκτός ελαχίστων εξερέσεων, οι
περισσότεροι εκπρόσωποι των πατρίδων αυτών, είτε ως φυσικά πρόσωπα είτε ως
φατριακές οντότητες περιορίζονται να κάνουν μνημόσινα μια-δυο φορές το χρόνο και
αρνούνται πεισματικά να συμμετάσχουν σε οποιεσδήποτε άλλες δράσεις που
υπερασπίζονται ελληνικές θέσεις. Ο εθνικιστικός-πατριωτικός χώρος στην Ελλάδα
διευρύνεται κι εκείνοι ενώ ζουν στην Αθήνα ή άλλες πόλεις της Ελλάδας, λάμπουν
δια της απουσίας τους, από οποιαδήποτε δράση που δεν έχει να κάνει με τα
αιτήματα της φατρίας τους. Δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τα κατεξοχήν
προβλήματα που απασχολούν άλλους εθνικιστές-πατριώτες που έχουν παραμερήσει την
φατριακή τους ταυτότητα μπροστά στο συνολικό καλό αγώνα του έθνους. Έχει
ακουστεί ως αστείο ότι για να γίνει εξέγερση από τις «φατρίες» αυτές, θα πρέπει
να γίνει με κλαρίνα και βιολιά. Λυπούμαστε, αλλά οι καιροί είναι δύσκολοι και
δεν μπορούμε να συντηρούμε ορχήστρες για χάρη σας.
Η ανοησία όμως δεν περιοριζεται μόνο σε τοπικού χαρακτήρα
φατρίες. Λαμπρό παράδειγμα αποτελεί και η κόντρα στον στρατό και ειδικά αυτή των
ειδικών δυνάμεων. Βάτραχοι και αμφίβιοι σκοτώνονται για το ποιοι είναι
καλύτεροι στα κύματα, πεζοναύτες και λοκατζήδες ανταλλάσσουν ειρωνικά σχόλια, ενίοτε
και μπουνιές, οι αλεξιπτωτιστές δεν αντέχουν τους πεζοναύτες και οι λοκατζήδες
μαλώνουν με τους βατράχους. Όλοι μαζί κοιτούν αφ’ υψηλού όλους τους υπόλοιπους
που υπήρξαν απλοί φαντάροι. Είναι ικανοί να «πάρουν την Κωνσταντινούπολη» κι
όταν καθίσουν να ξαποστάσουν, μετά το κερί που θα ανάψουν στην Αγιά Σοφιά, να
αρχίσουν να εκτοξεύουν μπύρες και φραπέδες μεταξύ τους για το ποιος μπήκε
πρώτος στην Πόλη.
Κι ενώ αυτό φαίνεται όνειρο θερινής νυχτός οι κοντρίτσες
αυτές που δυστυχώς εντάσσονται στην καθημερινότητα μέχρι και του Επιτελείου,
δεν είναι πλέον καθόλου «χαριτωμένες». Είναι μάλιστα εξαιρετικά επικίνδυνες για
την σωτηρία του έθνους. Κακομαθημένα καμώματα, αξιώματα και συμφέρονται πλέον
δεν χωρούν. Ο εχθρός είναι εντός των πυλών και οι μαριονέτες του είναι μέσα στο
κυνοβούλιο και σκυλεύουν την Ελλάδα ως λεία πολέμου. Κι όταν θέτουν μέτρα αφαίμαξης
των Ελλήνων δεν μας βλέπουν ούτε ως αριστερούς, ούτε ως δεξιούς, βατράχους ή
αλεξιπτωτιστές, ορθόδοξους ή δωδεκαθεϊστες. Στις ουρές του ΟΑΕΔ βρίσκονται μαζί
με το μισό ανεπιθύμητο πληθυσμό του πλανήτη, αναρχικοί, φασίστες, δημοκράτες,
εθνικοσοσιαλιστές από οποιοδήποτε σημείο της Ελλάδας να περιμένουν να πάρουν το
πενιχρό ταμείο ανεργείας. Εκείνοι είναι πάντα ενωμένοι και έχουν ένα κοινό στόχο.
Την καταστροφή και εξαφάνισή μας από τον χάρτη. Εμείς θα παραμείνουμε χώρια;
Νίκη Δαναών